βωβός, -ή, -όν
Ερμηνεία:
[ο βουβός, αυτός που δεν ομιλεί, ο σιωπηλός, ο άφωνος]
Ετυμολογία:
[Άγνωστη η ετυμολογία]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
ἔβλεπε τὸπαράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπει θαμβά…[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|